37


Flemish - GreekDownload this dictionary
37
η ενεργητική φωνή - de actieve vorm

ενεστώτας - tegenwoordige tijd
οριστική - aantonende wijs
υποτακτική (να, όταν, για να) - aanvoegende wijs
εξακολουθητικός μέλλοντας (θα) - onvoltooid toekomende tijd
μετριάζω
μετριάζεις
μετριάζει
μετριάζουμε
μετριάζετε
μετριάζουν
-
παρατατικός - onvoltooid verleden tijd
οριστική - aantonende wijs
μετρίαζα
μετρίαζες
μετρίαζε
μετριάζαμε
μετριάζατε
μετρίαζαν
-
αόριστος - voltooid verleden tijd
οριστική - aantonende wijs
μετρίασα
μετρίασες
μετρίασε
μετριάσαμε
μετριάσατε
μετρίασαν
-
υποτακτική (να, όταν, για να) - aanvoegende wijs
στιγμιαίος μέλλοντας (θα) - voltooid toekomende tijd

Παθητική φωνή - Passieve vorm

ενεστώτας - tegenwoordige tijd
οριστική - aantonende wijs
υποτακτική (να, όταν, για να) - aanvoegende wijs
εξακολουθητικός μέλλοντας (θα) - onvoltooid toekomende tijd


-
παρατατικός - onvoltooid verleden tijd
οριστική - aantonende wijs
-
αόριστος - voltooid verleden tijd
οριστική - aantonende wijs
-
υποτακτική (να, όταν, για να) - aanvoegende wijs
στιγμιαίος μέλλοντας (θα) - voltooid toekomende tijd