Translate:
English
Chinese (S)
Chinese (T)
Croatian
Dutch
French
German
Hebrew
Italian
Japanese
Korean
Portuguese
Russian
Serbian
Spanish
Swedish
Turkish
Additional
διάταση
Ελληνική Βικιπαίδεια – η ελεύθερη εγκυκλοπαίδε
Download this dictionary
Διάταση
Γενικά ο όρος
διάταση
σημαίνει στη
Φυσική
η κατ΄ ενάντια τάση, κοινώς: τέντωμα. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη
ναυτική τέχνη
αλλά και στην
Ιατρική
(Παθολογία).
Δείτε περισσότερα στο Wikipedia.org...
© Αυτό το άρθρο χρησιμοποιεί υλικό από την
Βικιπαίδεια
®
και είναι χορηγημένο με άδεια από την
Άδεια Ελεύθερης Τεκμηρίωσης GNU
και υπό την άδεια
άδειες Creative Commons Attribution-ShareAlike License