τέχνη


Ελληνική Βικιπαίδεια – η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεDownload this dictionary
Τέχνη
Η τέχνη βασίζεται στην εμπειρία και στο ταλέντο. Αποτελεί έναν ευρύτερης ερμηνείας όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε την διαδικασία, της οποίας προϊόν είναι κάτι το μη φυσικό, το οποίο ακολουθεί τους κανόνες του δημιουργού. Κατά συνέπεια όροι με κοινή ρίζα όπως τεχνικό, τεχνίτης, καλλιτέχνης αποδίδονται σε ανθρώπινες δημιουργίες, τρόπους έκφρασης και δραστηριότητες αυθαίρετες με τη ροπή του φυσικού κόσμου.

Δείτε περισσότερα στο Wikipedia.org...


© Αυτό το άρθρο χρησιμοποιεί υλικό από την Βικιπαίδεια® και είναι χορηγημένο με άδεια από την Άδεια Ελεύθερης Τεκμηρίωσης GNU και υπό την άδεια άδειες Creative Commons Attribution-ShareAlike License
Babylon Greek-EnglishDownload this dictionary
τέχνη
n. art, trade, artfulness, workmanship, craft, metier
 
έργο τέχνης
n. work of art
 
επιδεξιότητα
n. ability, skill, adroitness, cleverness, capability, deftness, dexterity
 
καλές τέχνες
n. fine arts

Kreikka-Suomi-sanastoDownload this dictionary
τέχνη
taide
taito
 
έργο τέχνης
taideteos
 
εικαστικές τέχνες
kuvataide
kuvaamataide
 
επιδεξιότητα
taitavuus
kyvykkyys
pystyvyys
 
καλές τέχνες
taiteet
taidelajit

Tapsis Greek-English dictionaryDownload this dictionary
τέχνη
art, trade

Greek-English Online DictionaryDownload this dictionary
τέχνη
art